- χηραμοδύτης
- -ου, ὁ, Ααυτός που εισδύει έρποντας μέσα σε τρύπες, τρωγλοδύτης.[ΕΤΥΜΟΛ. < χηραμός «κοίλωμα, οπή, σπήλαιο» + -δύτης (< δύτης < δύω), πρβλ. λωπο-δύτης, τρωγλο-δύτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χηραμοδύτην — χηραμοδύτης one who creeps into holes masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)